-
1 необходимо
необходимо είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να... мне \необходимо уехать είναι ανάγκη να φύγω" мне \необходимо связаться по телефону πρέπει να τηλεφωνήσω* * *είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να…мне необходи́мо уе́хать — είναι ανάγκη να φύγω
мне необходи́мо связа́ться по телефо́ну — πρέπει να τηλεφωνήσω
См. также в других словарях:
ξεχνώ — άω και ξεχάνω 1. παύω να θυμάμαι κάτι, λησμονώ κάτι (α. «έχω ξεχάσει το όνομά του» β. «ξέχασα να τού τηλεφωνήσω») 2. γίνομαι αφηρημένος 3. μέσ. ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι χάνω την αίσθηση τού χώρου και τού χρόνου, δεν αντιλαμβάνομαι τί συμβαίνει… … Dictionary of Greek